διαθέρμανση


διαθέρμανση
Προφορά

Ετυμολογία
διαθέρμανση διαθερμαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαθέρμανση

✦ η ισχυρή ή εξ ολοκλήρου θέρμανση
(μτφ. ) αναζωπύρωση, αναθέρμανση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.