διαγιγνώσκω
Προφορά
Ετυμολογία
διαγιγνώσκω αρχαία ελληνική διαγιγνώσκω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαγιγνώσκω
✦ συμπεραίνω: δεν είναι δύσκολο να διαγνώσουμε την αιτία του κακού (Γ. Θεοτοκάς) |(ιατρ.) προσδιορίζω την αρρώστια από το ιστορικό και την εξέταση του αρρώστου: ο ιατρός διέγνωσε έλκος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–