διαβουκόληση


διαβουκόληση
Προφορά

Ετυμολογία
διαβουκόληση διαβουκολώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαβουκόληση

✦ παραπλάνηση με απατηλές υποσχέσεις: στοιχείο της κάθε είδους εξουσίας είναι η υποκρισία, το ψέμα, η απάτη, η διαβουκόληση των πολλών απ’ τους λίγους (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα
ξεγέλασμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.