διαβουκολώ


διαβουκολώ
Προφορά

Ετυμολογία
διαβουκολώ μεταγενέστερη ελληνική δια-βουκολέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα διαβουκολώ -είς, -εί

✦ παραπλανώ, εξαπατώ με απατηλές υποσχέσεις: ο Τύπος διαβουκολεί, διασύρει, διαφθείρει, εξυβρίζει… περισσότερο από άλλους παράγοντες του δημόσιου βίου; (Μ. Πλωρίτης) αγωνιώντας (για την ειρήνη) παγιδεύονται και αγωνιζόμενοι διαβουκολούνται (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα
ξεγελώ, βαυκαλίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.