διαβολοσκορπίσματα
Προφορά
Ετυμολογία
διαβολοσκορπίσματα διάβολος + σκόρπισμα
Ερμηνεία
διαβολοσκορπίσματα
✦ ουσ. πλούτος παράνομα αποκτημένος, που τον σκορπίζει ο διάβολος: (παροιμ.) ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–