διαβατικός
Προφορά
Ετυμολογία
διαβατικός μεταγενέστερη ελληνική διαβατικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαβατικός -ή, -ό
✦ ο όχι μόνιμα εγκαταστημένος, διαβατάρικος
✦ (μτφ. ) πρόσκαιρος: διαβατικά τ’ ανθρώπινα, σαν ποταμιού νερό (Ι. Βηλαράς)
Συνώνυμα
παροδικός, περαστικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–