διαβατήριο


διαβατήριο
Προφορά

Ετυμολογία
διαβατήριο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. διαβατήριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διαβατήριο

✦ δημόσιο έγγραφο με το οποίο χορηγείται άδεια διαβάσεως των συνόρων μιας χώρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.