διαβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
διαβαίνω αρχαία ελληνική διαβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαβαίνω
✦ περνώ: είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα (Γ. Γεραλής)
✦ παρέρχομαι: κι οι καιροί διαβαίνουν κι οι καιροί περνούν (Μ. Μαλακάσης)
✦ φρ. διέβη τον Ρουβίκωνα, για ριψοκίνδυνη και αμετάκλητη απόφαση (βλ. λ. Ρουβίκωνας, τμήμα κυρίων ονομάτων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–