διαβάτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
διαβάτισσα αρχαία ελληνική διαβάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διαβάτισσα
✦ θηλ. διαβάτισσα (Κ -τις, -ιδος) περαστικός: περιδιαβάζει ο διαβάτης, ενώ αρχικώς εβγήκε για δουλειά (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
παροδίτης, οδοιπόρος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–