διαβάθμιση


διαβάθμιση
Προφορά

Ετυμολογία
διαβάθμιση διαβαθμίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαβάθμιση

✦ η κατάταξη σε βαθμούς, βαθμοθέτηση: διαβαθμίσεις του γκρίζου με γαλάζιο, με μενεξεδί, με ρόδινο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.