διαβάζω
Προφορά
Ετυμολογία
διαβάζω μεσαιωνική ελληνική διαβάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαβάζω
✦ καταλαβαίνω τη σημασία γραπτών ή τυπωμένων λέξεων ή συμβόλων και τα αποδίδω σε προφορικό λόγο, είτε νοερώς είτε με δυνατή φωνή, αναγινώσκω: διαβάζω την εφημερίδα – το γράμμα – βιβλίο
✦ (μτφ. ) μαντεύω: διάβασε στα μάτια του τον πανικό
✦ (για μαθητές) μελετώ, φροντίζω για τη σχολική μου μόρφωση: έξυπνος μαθητής αλλά δεν διαβάζει
✦ διδάσκω κάποιον και ιδ. ανάγνωση
✦ (μτφ. ) δασκαλεύω, καθοδηγώ: κάποιος τον διάβασε και τώρα δεν παραδέχεται όσα χθες έλεγε
✦ (για ιερέα) απαγγέλλω ευχές από ιερό βιβλίο υπέρ κάποιου: φώναξαν τον παπά να διαβάσει για βασκανία
✦ μτχ. παθ. πρκμ. διαβασμένος, -η, -ο ως επίθ. μορφωμένος, πεπαιδευμένος
✦ δασκαλεμένος
✦ για νεκρό για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–