διαίσθηση


διαίσθηση
Προφορά

Ετυμολογία
διαίσθηση αρχαία ελληνική διαίσθησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαίσθηση

✦ ικανότητα κάποιου να αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς κάτι, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων ή της λογικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.