διάχυση
Προφορά
Ετυμολογία
διάχυση αρχαία ελληνική διάχυσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διάχυση
✦ διασκόρπισμα
✦ ζωηρή εκδήλωση φιλικών αισθημάτων
✦ (φυσ.) αμοιβαία διείσδυση δύο διαφορετικών υγρών ή αερίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–