διάφορο
Προφορά
Ετυμολογία
διάφορο αρχαία ελληνική διάφορον, └ουδ┘ του επιθέτου διάφορος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διάφορο
✦ συμφέρον
✦ όφελος, κέρδος: εμπόροι και μαστόροι… διάφορου δίψα μόνο τους ανάβει (Λ. Μαβίλης)
✦ (ειδ.) ο τόκος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–