διάτρητος
Προφορά
Ετυμολογία
διάτρητος διά + αρχαία ελληνική τρητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διάτρητος -η, -ο
✦ κατατρυπημένος: το πτώμα βρέθηκε διάτρητο από σφαίρες
✦ (μτφ. ) αυτός που έχει δεχτεί εξαντλητική κριτική και έχουν αποδειχτεί τα σφάλματα και οι ελλείψεις του: διάτρητη επιστημονική εργασία – διάτρητο νομοσχέδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–