διάστροφος
Προφορά
Ετυμολογία
διάστροφος αρχαία ελληνική διάστροφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διάστροφος -η, -ο
✦ αυτός που έχει διαστραφεί, διαστρεβλωθεί, αλλοιωθεί: διάστροφοι οφθαλμοί (που αλληθωρίζουν)
✦ (μτφ. ) που εμφανίζει παρεκτροπή από το φυσιολογικό, διεφθαρμένος: διάστροφα ήθη (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–