διάσελο


διάσελο
Προφορά

Ετυμολογία
διάσελο διά + σελί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διάσελο

✦ στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο λόφους ή δύο βουνοκορφές: στα διάσελα της Ρούμελης και στου Μοριά τους κάμπους (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.