διάπυρος


διάπυρος
Προφορά

Ετυμολογία
διάπυρος αρχαία ελληνική διάπυρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διάπυρος -η, -ο

✦ κόκκινος από το πύρωμα, γεμάτος φωτιά
(μτφ. ) φλογερός, γεμάτος πάθος: διάπυρη δέηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διάπυρα (Κ διαπύρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.