διάγγελος


διάγγελος
Προφορά

Ετυμολογία
διάγγελος αρχαία ελληνική διάγγελος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διάγγελος

✦ αγγελιαφόρος
✦ υπασπιστής στρατηγού
✦ διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα (λατ. internuncius)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.