διάβρωση


διάβρωση
Προφορά

Ετυμολογία
διάβρωση μεταγενέστερη ελληνική διάβρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάβρωση

✦ καταστροφή, φθορά
✦ (γεωλ.) το σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αποσύνθεση των πετρωμάτων: η πέτρα είναι αλαφριά και ψαφαρή· κοιτάζοντας τις διαβρώσεις που τη ρυτιδώνουν, λες και θα μπορούσες να τη σπάσεις με τα δάχτυλά σου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.