διάβολο-
Προφορά
Ετυμολογία
διάβολο- – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
διάβολο-
✦ από το ουσ. διάβολος· ως πρώτο συνθετ. α) ουσιαστικών: δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό χαρακτηρίζεται από πανουργία ή κάποια ενοχλητική ιδιότητα (διαβολογυναίκα, διαβολόκαιρος) β) ρημάτων σχετικών με το διάβολος, σατανάς (διαβολοστέλνω)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–