δημοψήφισμα
Προφορά
Ετυμολογία
δημοψήφισμα δήμος + ψήφισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δημοψήφισμα
✦ η έκφραση της λαϊκής θέλησης σε τιθέμενο από την κυβέρνηση σπουδαίο ζήτημα, εκδηλούμενη με γενική ψηφοφορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–