δημοπρασία
Προφορά
Ετυμολογία
δημοπρασία μεταγενέστερη ελληνική δημοπράτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δημοπρασία
✦ η πώληση πραγμάτων, που γίνεται, δημόσια, στον πλειοδότη
✦ δημόσιος διαγωνισμός για την ανάληψη εκτελέσεως έργου με προτίμηση στον προσφέροντα τη συμφερότερη τιμή
Συνώνυμα
πλειστηριασμός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–