δημοκόπος
Προφορά
Ετυμολογία
δημοκόπος μεταγενέστερη ελληνική δημοκόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η δημοκόπος
✦ ο αγωνιζόμενος να κερδίσει τη συμπάθεια του λαού με απατηλά μέσα, για προσωπικό πολιτικό όφελος
Συνώνυμα
δημαγωγός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–