δημογεροντία
Προφορά
Ετυμολογία
δημογεροντία αρχαία ελληνική δημογέρων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δημογεροντία
✦ το αξίωμα του δημογέροντα
✦ το σώμα των δημογερόντων: τόνε κάλεσε η δημογεροντία και του ‘δωκε αυστηρή διαταγή να τα μαζέψει και να φύγει (Διδώ Σωτηρίου)
✦ ο τόπος που συνεδρίαζαν οι δημογέροντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–