δημητριάτικο


δημητριάτικο
Προφορά

Ετυμολογία
δημητριάτικο επίθετο δημητριάτικος (= που ανθίζει ή καρπίζει τον Οκτώβριο ή του Αγίου Δημητρίου)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δημητριάτικο

✦ είδος καλλωπιστικού φυτού, το χρυσάνθεμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.