δημεύτρια


δημεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
δημεύτρια δημεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημεύτρια

✦ θηλ. δημεύτρια αυτός που δημεύει
✦ κ. ως επίθ. δημεύτρια αρχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.