δημευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
δημευτικός δημεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δημευτικός -ή, -ό
✦ που αποβλέπει σε δημεύσεις
✦ (κ. συνεκδ.) ο οικονομικά εξοντωτικός: δημευτική χαρακτηρίζεται από την αντιπολίτευση η φορολογική πολιτική της κυβερνήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–