δημεγερτικός


δημεγερτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δημεγερτικός δημεγέρτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ δημεγερτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο δημεγέρτη ή ο χαρακτηριστικός του δημεγέρτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δημεγερτικά κ.δημεγερτικώς, με τρόπο που προκαλεί δημεγερσία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.