δημεγέρτης


δημεγέρτης
Προφορά

Ετυμολογία
δημεγέρτης μεταγενέστερη ελληνική δημεγέρτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημεγέρτης

✦ αυτός που ξεσηκώνει το λαό σε επανάσταση: αλλιώς τον φανταζόταν ο Καϊάφας αυτόν τον προφήτη, τον δημεγέρτη… που είχε παρασύρει τόσο λαό (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.