δημαγωγώ
Προφορά
Ετυμολογία
δημαγωγώ αρχαία ελληνική δημαγωγῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δημαγωγώ -είς, -εί
✦ ασκώ δημαγωγία, είμαι δημαγωγός
✦ (μέσ.) δημαγωγούμαι, κατευθύνομαι, παρασύρομαι από δημαγωγό: όμως ο «όχλος» δεν χειραγωγείται και δεν δημαγωγείται πάντα τόσο εύκολα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–