δηλώνω


δηλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
δηλώνω αρχαία ελληνική δηλόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα δηλώνω

✦ γνωστοποιώ, ανακοινώνω επίσημα ή υπεύθυνα: δήλωσε ότι δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι – μας δήλωσε σαφώς ότι δεν θα έρθει
✦ μτχ. παθ. πρκμ. ως επιθ. δεδηλωμένος, φανερός, φανατικός: δεδηλωμένος εχθρός των δημοκρατικών ιδεών
✦ δεδηλωμένη (βλ. λ.)

Συνώνυμα
κεκηρυγμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.