δερμοτροπισμός


δερμοτροπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δερμοτροπισμός δέρμα + τρέπομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δερμοτροπισμός

✦ η τάση ορισμένων μικροβίων να προσηλώνονται στο δέρμα: δερμοτροπισμό εμφανίζει ο σταφυλόκοκκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.