δερματοστιξία
Προφορά
Ετυμολογία
δερματοστιξία δέρμα + στίξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δερματοστιξία
✦ η χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου σχεδίων, εικόνων με τη χρησιμοποίηση αιχμηρού οργάνου και ειδικής μελάνης. Διεθνής όρος: τατουάζ (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–