δερβένι


δερβένι
Προφορά

Ετυμολογία
δερβένι └τουρκ┘dervent και derbent

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δερβένι

✦ στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά: πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια (δημ. τραγ.)
✦ στρατιωτικός σταθμός σε πέρασμα βουνού

Συνώνυμα
κλεισούρα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.