δεοντολογία
Προφορά
Ετυμολογία
δεοντολογία δέον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεοντολογία
✦ διδασκαλία ή θεωρία για το δέον, για τα καθήκοντα
✦ (ειδ.) το σύνολο των κανόνων που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά κάποιου στις επαγγελματικές του σχέσεις: η στάση του δεν ήταν σύμφωνη με την ιατρική δεοντολογία – δημοσιογραφική δεοντολογία
Συνώνυμα
καθηκοντολογία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–