δειλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
δειλιάζω αρχαία ελληνική δειλιάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δειλιάζω
✦ κυριεύομαι από δειλία, φοβούμαι, λιγοψυχώ: δε θα δειλιάσουν να διαβούν βουνά μεγάλα (Άγγ. Σικελιανός)
✦ αμφιταλαντεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–