δειγματοληπτικός


δειγματοληπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δειγματοληπτικός δειγματολήπτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ δειγματοληπτικός -ή, -ό

✦ ο της δειγματοληψίας, ο ενεργούμενος με δειγματοληψία: δειγματοληπτικός έλεγχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.