δειγματολήπτης
Προφορά
Ετυμολογία
δειγματολήπτης δείγμα + λαμβάνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δειγματολήπτης
✦ αυτός που λαμβάνει δείγματα εμπορευμάτων, για να ελέγξει την ποιότητά τους, και να προσδιορίσει την τιμή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–