δειγματισμός


δειγματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δειγματισμός αρχαία ελληνική δειγματισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δειγματισμός

✦ η χρησιμοποίηση δείγματος από εμπόρευμα για έλεγχο ή δοκιμή, δειγματοληψία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.