δει
Προφορά
Ετυμολογία
δει αρχαία ελληνική δεῖ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δει
✦ πρέπει, χρειάζεται, απαιτείται· εύχρ. σε διάφορες φρ.: δει δη χρημάτων (Δημοσθένης), χρειάζονται χρήματα – και τούτο δει ποιήσαι, κἀκείνο μη αφιέναι (Καινή Διαθήκη) – πολλού γε και δει, με κανέναν τρόπο – ολίγου δειν κ. μικρού δειν, παρ’ ολίγο, λίγο έλειψε να – εδέησε να, βρέθηκε τρόπος, κατορθώθηκε – δέον να…, πρέπει να
✦ μτχ. δέων (βλ. λ.) – δέοντα (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–