δεδουλευμένος
Προφορά
Ετυμολογία
δεδουλευμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος δουλεύω
Ερμηνεία
δεδουλευμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο οφειλόμενος μετά την πάροδο του καθορισμένου χρόνου: δεδουλευμένος τόκος – μισθός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–