δείλια
Προφορά
Ετυμολογία
δείλια αρχαία ελληνική δειλία
Ερμηνεία
δείλια
✦ η ιδιότητα του δειλού, έλλειψη τόλμης ή γενναιότητας: ήταν μες στον κόσμο ένα παιδί όλο δείλια κι όλο ανορεξιά (Τέλλος Άγρας)
Συνώνυμα
ατολμία, λιγοψυχία
Αντίθετα
θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία
Επιρρήματα
–