δαφνίδες


δαφνίδες
Προφορά

Ετυμολογία
δαφνίδες δάφνη

Ερμηνεία
δαφνίδες

✦ ουσ. (βοτ.) οικογένεια φυτών που περιλαμβάνει δενδρύλλια ή δένδρα, κοσμητικά ή φαρμακευτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.