δαγκωτός


δαγκωτός
Προφορά

Ετυμολογία
δαγκωτός δαγκώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δαγκωτός -ή, -ό

✦ που έγινε με δάγκωμα: δαγκωτό φιλί
✦ δαγκωμένος
✦ φρ. το ‘ριξε δαγκωτό, για ψήφο φανατικού οπαδού πολιτικού ή κόμματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δαγκωτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.