δαγκάνα


δαγκάνα
Προφορά

Ετυμολογία
δαγκάνα δαγκάνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δαγκάνα

✦ η ποδολαβίδα του αστακού ή του κάβουρα
✦ τανάλια, μασιά
✦ το κάθε σκέλος της αρπάγης γερανού, εκφορτωτήρα κ. γεν. ανάλογων μηχανημάτων
✦ ειδική κατασκευή με δύο σκέλη που προσαρμόζεται στους τροχούς σταθμευμένου οχήματος για να εμποδίσει τη μετακίνησή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.