δίσεχτος
Προφορά
Ετυμολογία
δίσεχτος μεσαιωνική ελληνική δίσεκτος
Ερμηνεία
δίσεχτος
✦ κ. δίσεχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για έτη) που έχει 366 ημέρες
✦ (μτφ. ) χρονιά ή χρονική περίοδος δυστυχίας: κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι (δημ. τραγ.) – έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–