δίπλοκος


δίπλοκος
Προφορά

Ετυμολογία
δίπλοκος μεταγενέστερη ελληνική δίπλοκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίπλοκος -η, -ο

✦ ο διπλά πλεγμένος
✦ (ναυτ.) για σκοινί, που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μεταξύ τους σκοινιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.