δίμιτο
Προφορά
Ετυμολογία
δίμιτο μεταγενέστερη ελληνική δίμιτον (ενν. ὕφασμα) └ουδ┘ του επιθέτου δίμιτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δίμιτο
✦ πυκνό ύφασμα από λινό ή μπαμπάκι (υφασμένο με δύο κλωστές): φοράν ένα μακρύ ράσο μπλε ή σκούρο ριγέ από δίμιτο λινό (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–