δίαυλος


δίαυλος
Προφορά

Ετυμολογία
δίαυλος αρχαία ελληνική δίαυλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δίαυλος

✦ στενόμακρη δίοδος
✦ (ειδ.) στενή θαλάσσια διάβαση
✦ αγώνισμα δρόμου ταχύτητας δύο σταδίων στην αρχαιότητα
✦ (τηλεόρ.) κανάλι (βλ. λ.)
✦ μέσο μετάδοσης πληροφοριών: μυστικοί δίαυλοι επικοινωνίας

Συνώνυμα
πορθμός, μπουγάζι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.